- καμπυλόγραμμος
- -η, -οαυτός που έχει καμπύλες γραμμές ή αυτός που γίνεται κατά καμπύλη γραμμή: Η κίνηση αυτή είναι καμπυλόγραμμη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
καμπυλόγραμμος — η, ο (Α καμπυλόγραμμος, ον) (για σχήματα και επιφάνειες) αυτός που έχει καμπύλες γραμμές ή που περατώνεται σε καμπύλες γραμμές νεοελλ. 1. αυτός που σχηματίζεται με καμπύλες γραμμές ή που γίνεται κατά καμπύλη γραμμή («καμπυλόγραμμο τρίγωνο»,… … Dictionary of Greek
γραμμή — η (AM γραμμή) Ι. συνεχής σειρά σημείων που χαράσσεται με αιχμηρό όργανο σε σκληρή επιφάνεια ή σύρεται με μολύβι νεοελλ. 1. συνεχής παράταξη ομοίων πραγμάτων, σειρά 2. κατεύθυνση, πορεία («γραμμή τής κυβερνήσεως») 3. έσχατο όριο (πραγματικό ή… … Dictionary of Greek
καλλίγραμμος — η, ο 1. (για σχήματα) αυτός που έχει ωραίες γραμμές, ωραίο περίγραμμα 2. (για ανθρώπους και κυρίως για γυναίκες) αυτός που έχει αρμονικές γραμμές, ωραία σωματική διάπλαση και ωραίες αναλογίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + γραμμος (< γραμμή), πρβλ … Dictionary of Greek
καμπύλος — η, ο (AM καμπύλος, ον) αυτός που σχηματίζει καμπή, κυρτός, γυριστός, καμπουρωτός νεοελλ. το θηλ. ως ουσ. η καμπύλη (ενν. γραμμή) 1. γραμμή που μεταβάλλει διαρκώς και σε κάθε σημείο της διεύθυνση, χωρίς όμως να σχηματίζει πουθενά γωνία 2. μαθ. ο… … Dictionary of Greek